ινδοειρηνικός

ινδοειρηνικός
-ή, -ό
που ανήκει στην Ινδική χερσόνησο (ή τον Ινδικό ωκεανό), και τον Ειρηνικό ωκεανό: Ινδοειρηνική θάλασσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ινδοειρηνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στην Ινδική Χερσόνησο ή στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό 2. φρ. «ινδοειρηνική περιοχή» μια από τις θαλάσσιες ζωογεωγραφικές περιοχές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”